< ἀταραχώδης
Ἀτάρβας >
ἀτάρβακτος
,
-ον
que no tiembla
,
intrépido
,
firme
γυνά
B.5.139,
γνώμα
Pi.
P
.4.84.
• Etimología:
V. τάρβος, ταρβέω.