< Ἀττικίη
ἀττικισμός >
ἀττίκισις
,
-εως, ἡ
lingüíst.
aticismo
Cephisod.14
•
estilo ático
ὅτιπερ ὄφελός ἐσμεν τῆς ἀττικίσεως ἄκρον
Luc.
Lex
.14, cf. Philostr.
VS
568.