ἀττάρᾰγος, -ου, ὁ
• Prosodia: [-ττᾰ-]
migaja de pan
ψωθία ... ἃ τινὰς ὀνομάζειν ἀτταράγουςTheod.Hist.2, cf. Sch.Hippon.131.12 (p.177)
•costrón del pan
τοῦ γε μὴν ἄρτου αἱ μὲν κατὰ τὸ ἄνω μέρος οἱονεὶ φλύκταιναι ἀττάραγοςPoll.7.23, cf. Hsch.
•fig. lo más mínimo, pizca
οὐδ' ὅσον ἀττάραγόν τυ δεδοίκαμεςno te tememos lo más mínimo Call.Epigr.46.9, cf. Hsch.