< Ἀτταῖοι
ἀττακίτης >
ἀττάκης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
ἄττακος
Aristeas 145;
ἀττακός
Ph.1.85
entom. cierta
langosta
LXX
Le
.11.22, Aristeas l.c., Ph.l.c.