ἀτρῐβής, -ές


I 1de concr. no desgastado, no trillado de lugares que no tiene caminos (ἡ Σφακτηρία) ὑλώδης καὶ ἀ. ... ἦν Th.4.8, cf. 29, δύναμις ... δι' ὕλης ἀτριβοῦς διελθοῦσα D.H.6.4, διὰ τραχείας καὶ ἀτριβοῦς ἐρήμης Ph.2.107
de caminos no trillado, intransitable, malo κατὰ ἀτριβεῖς ὁδοὺς ἐπορεύοντο X.An.4.2.8, cf. D.H.7.10, Ph.1.294, Poll.3.96, App.Hisp.62
no hollado Σεύθης ... ἐπεὶ δ' ἀφίκετο εἰς χίονα ... ἐσκέψατο εἰ εἴη ἴχνη ἀνθρώπων ... ἐπεὶ δὲ ἀτριβῆ ἑώρα τὴν ὁδόν ... X.An.7.3.42
fig. inusitado ἀ. δὲ ὁ σχηματισμὸς τῆς μετοχῆς Sch.Er.Il.4.106.

2 c. gen. no desgastado por, fig. sin experiencia de, desacostumbrado a ἄνδρες οὔτε πολεμικῶν ἀγώνων ἀτριβεῖς D.H.3.52, δαμάλης ... ἀτριβὴς ζεύγλης Babr.37.1, abs. ἄνδρα ... ἀτριβῆ τὸν τράχηλον ἔχοντα un hombre de cuello delicado Pl.Amat.134b.

3 de abstr. no sujeto a desgaste o deterioro, intacto τὴν τῶν ὅλων τάξιν συνέχουσιν ἀτριβῆ καὶ ἀγήρατον καὶ ἀναμάρτητον X.Cyr.8.7.22, cf. Mem.4.3.13.

II adv. -ῶς sin desgastarse Poll.5.145.