< ἄτρῠφος
ἄτρωγλος >
ἀτρύχως
adv.
infatigablemente
ἀλλὰ ἀ. ἀποσείεσθε τὰς ἐπισυμβαινούσας ὑμῖν συμφοράς
Meth.
Symp
.8.4.