ἀτρέκεια, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀτρεκείη Hdt.4.152, Hp.Nat.Puer.28, AP 4.3.123 (Agath.), 8.7 (Gr.Naz.); ἀτρεκίη Hp.Ep.16, Man.3.229, 18, Nonn.Par.Eu.Io.1.17, 8.32; beoc. ἀτ[ρ]έκ[ια Corinn.1.3.43
1 verdad exacta, exactitud como compl. de ‘decir’
δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖνPi.Fr.213,
ἐνέπω τ' ἀτ[ρ]έκ[ιαν χρει]σμολόγονCorinn.l.c.,
τὰς μὲν ἀτρεκείας τὰς λεγομένας ὡς λέγουσιν οἱ λέγοντες οὔτε δοκέω εἶναιHp.Prorrh.2.3,
ὃς Πέρσαις εἶπε πᾶσαν ἀτρέκε[ι]ανSIG 22.29 (Magnesia II a.C., copia un original del V a.C.)
•de verbos de conocimiento
Ἑλλήνων πάντων τῶν ἡμεῖς ἀτρεκείην ἴδμενHdt.l.c.,
μαθεῖν δὲ αὐτὸς τὴν ἀτρεκείηνHdt.6.82, cf. IG 9(1).880.2 (Corcira I a./d.C.)
•gener.
ἀτρεκείης γὰρ οὐδεμία οὔτε γνῶσις οὔτε μαρτυρίηHp.Ep.17 (p.378),
ἀ. δ' ἄριστον ἀνδρὸς ἐν πόλει δικαίου πέλειE.Fr.91,
τὰ γὰρ ἀτρεκίην μάλα φαίνειMan.l.c.,
ἕρμα πολυσχίστου νῦν πλέον ἀτρεκίαςAP 8.7 (Gr.Naz.),
ἐν ἀτρεκείῃ ... διώκεινAP 4.3.123 (Agath.),
ἡ πολύφρων ἀ.Dam.in Prm.161, en la exégesis crist. como sinón. de ἀλήθεια, ref. a Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.ll.cc., de un crucifijo
ἀτρεκίης ἄνθετο σῆμα τόδεEpigr. en IEphesos 1351 (IV d.C.).
2 exactitud, certeza c. valor instrum. o agente
οὐκ ἔστι ἀτρεκείῃ κρῖναιHp.Nat.Puer.28,
ἅτε μὴ πάγχυ δ' ἀτρεκίης εὐτονέοντας (θνητούς)Hp.Ep.16,
μούνη δ' αἴσθησις ἀνθρώπου ἀτρεκείῃ διανοίης τηλαυγήςHp.Ep.18
•personif. la verdad infalible, la Justicia
νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν ΖεφυρίωνPi.O.10.13.