ἀτράπεζος, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que no tiene mesa o comida
ὁ ξένος καὶ ἄστεγος καὶ ἀ. τῶν τὰ πάντα ἐχόντων πλουσιώτερος ἦνGr.Nyss.Ep.17.14.
2 insociable Man.4.563.
ὁ ξένος καὶ ἄστεγος καὶ ἀ. τῶν τὰ πάντα ἐχόντων πλουσιώτερος ἦνGr.Nyss.Ep.17.14.