< ἀτρακίς
ἀτρακτοειδής >
ἀτράκτιον
,
-ου, τό
huso pequeño
ἠλακάτια ἀτράκτια ἀργυρᾶ
ID
1442 B.56 (II a.C.), cf. Dionysius 77ue.6,
POxy
.1740.2 (III/IV d.C.).