ἀτροφία, -ας, ἡ
1 falta de alimento, desnutrición
ἀδυναμία δὲ διὰ τὴν τοῦ σώματος ἀτροφίανArist.Pr.888a10,
τροφὴ καὶ ἀτροφίαAret.SD 2.4.8,
ἀμφὶ τροφῆς βρεφέων ἠδ' ἀτροφίης ἀλεγεινῆςMan.6.8
•de árboles, Thphr.CP 5.9.9, cf. 2.6.3
•en sent. fig.
ἀ. μὲν ἡ ἄγνοια τῆς ψυχῆςClem.Al.Strom.7.12.72
•del fuego falta de combustible
ἀ. φλογόςPlu.2.949a
•dieta de inanición
καύσεις καὶ τομαὶ καὶ ἀ.Alex.Aphr.in Top.202.17.
2 medic. atropa, debilidad
ἀ. τῶν κάτω μερῶνAntyll. en Orib.6.21.7, cf. Gal.6.869.