ἀτρεμίζω
I intr.
1 permanecer quieto, inmóvil, en reposo
ἀσπίδος ... οὐδαμὰ ἀτρεμιζούσηςHdt.9.74,
αἱ σάρκες ... οὐκ ἀτρεμίζουσινHp.Loc.Hom.10, cf. Morb.2.8, Mul.2.153,
(τοῦ ἐγκεφάλου) κινουμένου δὲ μήτε τὴν ὄψιν ἀτρεμίζειν μήτε τὴν ἀκοήνHp.Ep.19, cf. Morb.Sacr.14, 18, Call.Fr.195.25,
οὐ γὰρ ἀτρεμίζων ἀπέθανεAntipho 3.4.4, cf. 5
•c. ac. int.
ἀτρεμίζουσα τὸ σῶμαHp.Epid.7.25, cf. 10, 93
•
ὡς ἂν ἐν τῇ ἕδρῃ ἀτρεμίσῃHp.Haem.2
•de una enfermedad o humores inmovilizarse, fijarse
(νόσημα) διαρρεῖ γὰρ σὺν τῷ ὑγρῷ τῷ ἐνέοντι ἐν ταῖς φλεψὶ καὶ οὐκ ἀτρεμίζειHp.Loc.Hom.4,
ὅταν ... καὶ τὸ φλέγμα καὶ ἡ χολὴ κατακλεισθέντα ἀτρεμίζωσιHp.Loc.Hom.27.
2 permanecer tranquilo, en calma esp. c. neg.
οὐδὲ ἐφρόνεεν οὐδ' ἠτρέμιζενHp.Epid.7.10, de pueblos belicosos o sus jefes
τὴν Μήδων ... ἀρχὴν ... οὐκ ἀτρεμίζουσανHdt.1.185,
οὔτε ... οἰκὸς ... ἀτρεμιεῖν τοὺς ἐκεῖθεν αὐτῶν ἥκονταςHdt.8.68β, cf. 1.190, D.C.43.35.1,
ὡς ... μηδὲ μὰν ἀτρεμίζειν τῶ νῶ ἐκκαλεομένωTi.Locr.104b,
τῷ μηδὲν ἀτρεμίζειν ἐν τοῖς ὑπάρχουσιThem.Or.26.317a
•tb. posit.
οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ' ἀτρεμίζεινno se debe cambiar el curso de una vida honrada, sino continuarla siempre igual Thgn.303,
ἀτρεμίζοντά σε μακαριστὸν εἶναιHdt.7.18, cf. D.C.56.24.6, 40.22.5, 41.48.2
•op.
νεωτερίζεινAntipho 2.4.9.
II tr. tranquilizar, calmar, apaciguar
ὁ γοῦν πάντα σείων καὶ ἀτρεμίζωνde Dios, X. en Clem.Al.Strom.5.108.5.