ἀτρεμής, -ές
I
ὥσπερ θάλασσα πολλάκις μὲν ἀ. ἕστηκαSemon.8.37,
ἀτρεμῆ ... φάσματαPl.Phdr.250c,
διὰ τὴν κατασκευὴν ἀτρεμοῦς καὶ στασίμου τοῦ δόρατοςPlb.6.25.9.
2 tranquilo, imperturbable
ἦτορParm.B 1.29,
τὸ ἐόνParm.B 8.4,
τὸ ὄμμαX.Smp.8.3,
νοῦςPlot.3.2.2, cf. 6.9.5,
τὸ εἶναι ὡς ἀτρεμὲς καὶ ταὐτόνPlot.3.7.5, cf. 11
•subst. τὸ ἀ. calma, tranquilidad X.Ages.6.7, Heraclit.All.20.
II adv. -ῶς
1 firmemente e.d. sin vacilar
ὄφρα ... κεφαλὴν ἀ. προφέρωmientras mantengo erguida la cabeza Thgn.978.
2 tranquilamente
ἀ. εἶχενHp.Epid.3.17.5,
οὐδὲ ἐφρόνει, οὐκ ἀ.Hp.Epid.5.60,
ὅ δέ σφεας ὀτρύνεσκεν ἦκα καὶ ἀ. ἐκβήμεναιQ.S.13.36.
3 ligeramente
παρέκρουσεν ἀ.Hp.Epid.3.17.16.