ἀτοπία, -ας, ἡ
I
τοῦ νοσήματοςTh.2.51,
τοῦ πάθουςPl.Phdr.251d,
τῶν τιμωριῶνTh.3.82, c. rég. prep.
τὴν περὶ ἑκάτερον τῶν λεχθέντων ἀτοπίαν ἐκπέφευγεPh.1.322
•extrañeza de prodigios
ἀτοπίαι τερατολόγων τινῶν φύσεωνPl.Phdr.229e, sin rég.
τέρας νεοχμόν, ἀτοπίας πλέωνAr.Ra.1372, ref. al encuentro c. el río Éufrates en pleno desierto, considerado como un espejismo, D.C.75.2.2
•acontecimiento raro, extraño
τί γὰρ καὶ ἔδει ποιεῖν ἀτοπίαν τοσαύτην ὁρῶντας;Hld.4.7.12,
ὦ τῆς ἀτοπίας, διέδρακεν ἡμᾶς ὁ μοιχόςHld.1.17.4
•absurdo
(τῶν καλουμένων ἁρμονικῶν) ἀ. τοῦ τρόπουAristox.Harm.51.7,
τοῦ πράγματοςPlu.Cor.23, de un razonamiento
περὶ τὸν λόγον ἀ.Ph.2.515, cf. Phld.Vit.19.18, D.Chr.7.110, Plu.2.714d, D.C.47.4.3, S.E.P.3.240, Plot.2.9.10, 4.5.8
•dicho de sonidos o palabras disposición absurda D.H.Comp.12.3.
2 ref. a pers., sus actos o sus comportamientos carácter absurdo, extravagancia, locura
διὰ τὴν ἀτοπίαν τῶν δημοτῶνAr.Ach.349,
οὐ γὰρ ῥᾴδιον τὴν σὴν ἀτοπίαν ... καταριθμῆσαιPl.Smp.215a, cf. Isoc.17.48,
τοῦ συγγραφέωςPlb.8.9.5,
τὴν τῶν βίων ἀτοπίανD.Chr.4.89,
τοῦ ἀνθρωπείου γένουςD.C.42.5.1, cf. 71.4.2, de las celebraciones mistéricas no crist., Ph.1.155.
II en sent peyor.
1 desavenencia, desconfianza
τὴν ὑποικουρουμένην ἀτοπίαν ἐν αὐτοῖςPlb.3.11.3.
2 maldad, pecado
ποιεῖν ἀτοπίανLXX Iu.11.11
•monstruosidad, horror
ὀπτωμένων ἀνθρωπείων σωμάτων ... ἀτοπία τοῦ καπνοῦLuc.Fug.1, cf. Hld.8.9.3,
ἀ.· αἰσχρότης. πονηρίαHsch.