ἀτμοειδής, -ές
1 que produce emanaciones
(περιττά) τὰ ... ἀτμοειδέστερα κατὰ τὰς ῥαφὰς ἀναθεῖGal.2.859, cf. 864, 883, S.E.M.7.119, Alex.Aphr.Pr.2.67.
2 adv. -ῶς en forma de vapor
ἀ. ... ἀναλαμβάνεται ἡ τροφήAnon.Lond.25.5, 26.31, cf. Gal.2.67.