< ἀτιμωρησία
ἀτιμώρητος >
ἀτιμωρητί
• Alolema(s):
-τεί
Sch.S.
Ai
.1227
adv.
1
sin defenderse
τοῖς ἐχθροῖς παραχωρῆσαι
Eus.
LC
7.
2
impunemente
ἁμαρτάνειν
Chrys.M.59.163.