ἀτιμαγελέω
• Morfología: [dór. part. ἀτιμαγελεῦντες Theoc.9.5]


desmandarse, hacerse cimarrón de toros, Arist.HA 572b19, 611a2, Theoc.l.c.
fig. de pers. ὁ στρατηγός ... ἀτιμαγελοῦντι καρπόδεσμα ... περιθείς Luc.Lex.10.