ἀτιθάσευτος, -ον
• Grafía: graf. ἀτιθασσ- Plu.Art.25, Basil.M.32.209B
I
τὰ ζῷαD.S.3.35,
ἑρπετάI.BI 6.336,
τῶν θηρίων τὰ ἀτιθάσσευταPlu.l.c.
2 fig. fiero, duro
πονηρίαAesop.206.1,
κακίαApp.BC 4.8, cf. Phld.Vit.11.4B.
•subst.
τοῦ νόμου τὸ λίαν ἀκριβὲς καὶ ἀτιθάσευτονAgath.4.21.3.
II adv. -ως fieramente
ἐξαγρίωντα καὶ ἀ. ἔχουσινBasil.l.c.