< ἀτήρητος
ἀτηρόγνωμος >
ἀτηρία
,
-ας, ἡ
daño
,
perjuicio
ἀτηρία καὶ κακία τῇ πόλει ἐμφύεται
X.
Mem
.3.5.17, cf. Pl.Com.198, Phot.
α
3089.