< ἀτεχνίτευτος
ἄτεχνος >
ἀτεχνολόγητος
,
-ον
no artificioso
ἁπλῆ καὶ ἀ. τοῦ πνεύματος διδασκαλία
Basil.M.32.76C,
τοῦ θεοῦ δύναμις
Gr.Nyss.
Bapt.Chr
.p.227.