< ἀτέρμαντος
ἀτερμονίη >
ἀτερμάτιστος
,
-ον
1
ilimitado
ἐπιθυμία
D.S.19.1, cf. Gal.19.472,
εἰρήνη
Basil.M.30.513B.
2
inseguro
σκάφος
Thdt.M.82.64B, cf. Hsch.