< ἀτενισμός
ἄτεξ >
ἀτενιστός
,
-ή, -όν
de mirada fija
οὐκ ἀτενιστὴν τῇ θέᾳ
dicho de la joven
ἡλικώπιδα
Sch.Er.
Il
.1.98b.