ἀτελώνητος, -ον
que no paga el impuesto, evasor del impuesto
πωλῶ μου τὴν γυναῖκα ἀτελώνητονHierocl.Facet.246, cf. Zen.1.74,
ἀτελώνητα πλέειν τὰ σκάφηIust.Nou.106 proem.
πωλῶ μου τὴν γυναῖκα ἀτελώνητονHierocl.Facet.246, cf. Zen.1.74,
ἀτελώνητα πλέειν τὰ σκάφηIust.Nou.106 proem.