ἀτελεύτητος, -ον
I
ἔργονIl.4.175, de amenazas Il.1.527.
2 del que no se consigue nada de pers. testarudo
ἀλλ' ὧδ' ἄτεγκτος κἀτελεύτητος φανῇ;S.OT 336
•inalcanzable
ἔρωτα ἠράσθη κενὸν καὶ ἀτελεύτητονMax.Tyr.1.5.
3 que no tiene término de abstr.
οὐκ ἀ. τὸ ἐόνParm.B 8.32,
τὸ διέξοδονArist.Ph.204a5,
τὸ κύκλῳ κινούμενονArist.Cael.273a5, cf. Procl.Inst.146,
τὸ πᾶνOcell.3,
τὸ πένθοςPlu.2.114e,
θεόςConst.App.8.37.2, Oecum.Apoc.1.17,
ζωή τε καὶ βασιλείαde Cristo, Eus.Marcell.1.1, del infierno
πυρὸς αἰωνίου καὶ σκώληκος ἀτελεύτουConst.App.5.7.7.
II adv. -ως eternamente, para siempre
ἀ. ἀεὶ τῆς τριάδος ἀκτίστου μενούσης καὶ ἀ. ὑπαρχούσηςEpiph.Const.Haer.76.49,
τὸ θεῖον τοῦ λόγου ... ἀ. ἔχονLeont.H.Nest.M.86.1509C.