ἀτεκνία, -ας, ἡ
1 falta de hijos
ὡρίσθαι ... τὴν τεκνοποιίαν ... πρὸς τὴν τῶν ἄλλων ἀτεκνίανArist.Pol.1265b10, cf. 1265a41,
τῆς τῶν ἡμιόνων ἀτεκνίαςArist.GA 749a10,
τῆς ἀτεκνίας ἀπαλλάξειν ΑἰγέαPlu.Thes.12,
ἀτεκνία ἢ ὀλιγοτεκνίαPtol.Tetr.4.6.1, cf. Ph.1.201, Poll.3.14.
2 fig. esterilidad, desolación
ἀνταπεδίδοσάν μοι πονηρὰ ἀντὶ τῶν καλῶν, καὶ ἀτεκνίαν τῇ ψυχῇ μουLXX Ps.34.12, cf. Thdt.M.80.1112C.