< Ἀτέας
ἄτεγκτος >
ἀτεγγής
,
-ές
duro
,
inflexible
οὐ]θε[ὶ]ς οὕτως ἐστὶν ἐν ἀν[θ]ρώποισιν ἀτενγής (
sic
)
,
IG
2
2
.12236.7 (III a.C.).