ἀταρτηρός, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
I injurioso
ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν ... προσέειπεIl.1.223
•malvado, funesto, terrible
Μέντορ ἀταρτηρέOd.2.243,
γενέθληHes.Th.610,
τύραννοςOpp.C.4.303, cf. H.5.523,
στόμα ΠόντουTheoc.22.28,
Ἀθάμαντος δόμοιOpp.C.4.240,
λάμνηOpp.H.1.370,
νύγματαOpp.H.2.461,
νοῦσοςOpp.H.2.630, Orph.L.51, 345,
θήρεαQ.S.4.223,
νόημαQ.S.1.424,
πόλεμοςQ.S.1.520.
II adv. -ῶς
1 terriblemente
ἐμάχοντοQ.S.6.360.
2 arrogantemente
πάντας δ' ηἰθέουςEudoc.Cypr.1.1, cf. 52B.