ἀταρβής, -ές
1 que no conoce el miedo, intrépido
Φόβος ... κρατερὸς καὶ ἀ.Il.13.299,
ΤριτογένειαOrph.L.586,
ἀγρευτῆρεςOpp.C.3.100,
ὯραιNonn.D.1.224,
στρατιαίNonn.D.22.143,
ΚάδμοςNonn.D.4.435,
ἀταρβεῖ φρενίPi.P.5.51,
ἀταρβέα θυμόνOpp.H.5.395, cf. Hsch. (graf. ἀταβ-)
•firme
χείρNonn.D.11.168,
δάκτυλαNonn.D.9.196,
δοῦραςAP 6.97 (Antiphil.)
•c. gen. impertérrito ante
ὅστις ἦν θακῶν ἀταρβὴς τῆς θέαςS.Tr.23.
2 que no inspira temor
ἐπαφῶν ἀταρβεῖ χειρίA.Pr.849,
ἀ. κέλευθοςA.R.1.1012.