ἀταμίευτος, -ον
I
ἀθησαύριστα, ἀταμίευτα τὰ τῆς τροφῆς ἔστωPh.2.175, cf. 113
•de abstr. no contenido, descontrolado
πάθοςLuc.Am.54,
ἡδοναίMax.Tyr.32.9, cf. Plu.2.12b,
ἦθος ... κατὰ τῶν ἀπηχθημένων ἀταμίευτονI.AI 19.329,
τὸ ἀταμίευτον τῆς ὁρμῆςI.BI 4.44, cf. 6.171.
2 que no se deja administrar, ingobernable
ἡ σκληρότηςArist.GA 788a34.
3 que no economiza, pródigo
ἀταμίευτοι καὶ πλουσίαι χάριτεςPh.1.5, cf. Poll.3.117.
II adv. -ως
1 sin retener para sí, sin guardar reservas
ὁ δὲ ἀ. ταῖς ὀργαῖς ... χρώμενοςPl.Lg.867a
•sin escatimar, pródigamente
πάντα ... ἀ. χαριζόμενοιPh.2.274.
2 sin control, en desorden
ἀ. τῇ κατασκευῇ κέχρηταιD.H.Dem.10,
ἀ. σιτίων τε καὶ ποτῶν πιμπλάμεναHeraclit.All.14,
ὑπὸ θυμοῦ ... ἀ. ἐπισπασθείςPlu.Arat.37,
οὐ μὴ ἀναλίσκει τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν ἀ.Ael.NA 13.14.