ἀσῐνής, -ές
• Alolema(s): lesb. ἀσίνης Sapph.148
• Morfología: [ép., jón. no contr. -έα, -έας etc., Od.11.110, Hdt.1.105]


I 1indemne, sano y salvo de pers. y anim. τὰς (βόας) εἰ μέν κ' ἀσινέας ἐάᾳς Od.l.c., 12.137, ἀ. δ' αἰῶνα διοιχνεῖ A.Eu.315, ἀσινεῖς ἔχοντες τὴν ὠφελείαν Plb.2.22.5, εἶναι ICr.3.4.1.46 (Itano III a.C.), Plu.2.437a, γενέσθαι Plu.2.281c, ἀποπέμψαι Hdt.2.181, ἀπικέσθαι Hdt.8.19, ἀνηγάγειν LXX 3Ma.6.7, cf. Ael.NA 3.21, ἀσινῆ βίοτον ... ἀμεῖψαι A.Ch.1018, cf. AP 7.178 (Diosc.).

2 intacto, no dañado de cosas πᾶσα κάλως Ibyc.49, δόμοι Lyr.Adesp.119.24, οἴκημα Hdt.2.121γ, de un molino, en la fórmula ὑγιὴς καὶ ἀ. POxy.278.18 (I d.C.), ναῦς App.BC 5.98, ἐπιθέματα IG 22.13194.30 (II d.C.)
medic. ileso, intacto τὸ ὀστέον Hp.VC 13, fig. ἀληθείας ἀσινεῖς κανόνας Ph.1.215.

II que no causa daño de dioses benéfico Ζεύς A.Th.826, δαίμων A.A.1341, M.Ant.2.17
de pers. y anim. inofensivo Σκυθέων παρεξελθόντων ἀσινέων Hdt.1.105, cf. Plb.15.18.2, αἱ δὲ ἔλαφοι X.Cyr.1.4.7, neutr. sup. como adv., X.An.3.3.3
de cosas ἡ φορβεία X.Eq.5.1, καρπός Thphr.HP 3.10.2
medic. inocuo πυρετός Hp.VM 16, αἱ πηρώσιες Hp.Art.61, αἱ ἐπιδέσιες Hp.Fract.28
de abstr. que no perjudica ὁ πλοῦτος ἄνευ †ἀρέτας οὐκ ἀσίνης πάροικος† Sapph.l.c., ἡδοναί Pl.Lg.670d, Hp.Ma.303e.

III adv. -ῶς, jón. -έως

1 sin recibir daño ἀ. μὴ ἐξεῖναι IGBulg.12.215a.6 (Odesos).

2 sin causar daño la fiebre κατέσβη πᾶσιν ἀ. Hp.Epid.1.1, ὁ ἐρωδιὸς ... ὀχεύει ἀ. Arist.HA 617a3, πορεύσεσθαι ἀ. ... σῖτα λαμβάνοντας X.An.2.3.27.