< ἄσακτος
†ἀσάλγαν· >
ἀσᾰλᾰμίνιος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῑ-]
1
que no combatió en Salamina
Ar.
Ra
.204.
2
ἀ.· ἄπειρος θαλάσσης
Hsch.