< ἀσυνεσία
ἀσυνετέω >
ἀσύνεσις
,
-εως, ἡ
falta de inteligencia
τι ἀσυνέσεως ... παρέχει ὁ τοῖς ἀρχαίοις τολμῶν ἀντιλέγειν
Gal.19.213.