ἀσύναπτος, -ον
no unido
αὗται (πλευραί)Arist.HA 516a30
•que no tiene conexión
ἔσονται καὶ ἀσύναπτοι οἱ συλλογισμοὶ πρὸς ἀλλήλουςArist.APr.42a21,
(τὸ αἰτιατόν)Procl.Inst.35, cf. 110.
αὗται (πλευραί)Arist.HA 516a30
ἔσονται καὶ ἀσύναπτοι οἱ συλλογισμοὶ πρὸς ἀλλήλουςArist.APr.42a21,
(τὸ αἰτιατόν)Procl.Inst.35, cf. 110.