< ἀσυμμιγής
ἀσυμμιξία >
ἀσύμμικτος
,
-ον
que no se puede mezclar
ἀσύμμικτα ... φύσει ταῦτα τὰ στοιχεῖα καὶ ἀκόλλητα
D.H.
Comp
.22.14.