< ἀσυμβούλευτος
ἀσύμμᾰχος >
ἀσύμβουλος
,
-ον
que carece de consejo
οὐκ ἀσυμβούλου μοι γενησομένης καὶ τῆς τούτων ἐκθέσεως
Eus.
PE
8.1,
ἄνθρωπος
Rh
.1.576.5.