< ἀσύζυγος
ἀσυκοφάντητος >
ἀσύζωος
,
-ον
que no vive junto
, fig.
no unido
a Dios
μὴ τοῖς φθοροποιοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ... ἀσύζωοι γενώμεθα
Dion.Ar.
EH
M.3.444B.