< ἀσυγκρασία
ἀσύγκριτος >
ἀσύγκρατος
,
-ον
no moderado
,
discordante
δόξαι
Plu.2.418d,
ἀρχαί
Plu.2.1112c,
φωνή
Nicom.
Harm
.12
•
subst. τὸ ἀ.
falta de moderación
S.E.
P
.1.43.