ἀσύγκλωστος, -ον
inconexo
πράγματαCic.Att.115.17,
λόγοςPorph.Abst.3.18, Herm.in Phdr.187,
ἐξηγήσειςPorph.Chr.39,
πρὸς τὸ ἓν ἀ. καὶ ἀσύμβατοςDam.Pr.5
•subst. τὰ ἀσύγκλωστα cosas inconexas o incompatibles
τὰ ἀσύγκλωστα συγκλώσουσινPhlp.in Ph.34.14, cf. Synes.Ep.41 (p.65).