< Ἀσίγραμμα
Ἀσιδάτης >
ἀσίδα
,
ἡ
transcr. del n. hebr.
ḫasīdhāh
,
cigüeña
LXX
Ib
.39.13,
Ie
.8.7, cf.
ἀσίδα· ἐρῳδιόν
Hsch.