< ἄσαλος
ἀσάμβᾰλος >
ἀσάλπικτος
,
-ον
• Alolema(s):
ἀσάλπιγκτος
Steph.
in Rh
.317.4
en que no suena la trompeta
ὥρα
S.
Fr
.389,
μέλος
Steph.l.c.