< ἀσωματία
ἀσωματόομαι >
ἀσωματοειδής
,
-ές
de naturaleza incorpórea
οἱ γεωμέτραι μὴ δυνάμενοι τὰ ἀσωματοειδῆ λόγῳ παραστῆσαι
Cyr.Al.M.76.532B.