ἀσχάλλω
• Morfología: [gener. en pres. o impf. excepto fut. ἀσχαλεῖ A.Pr.764, cf. tb. ἀσχαλάω]
estar enfadado, irritado o afligido por c. part. pred.
θωὴν ... ἥν κ' ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλλῃςOd.2.193,
μοῦνος ἐὼν ἤσχαλλεref. a Éaco, Hes.Fr.205.3,
ἀσχάλλει πεσώνE.Fr.285.10,
ἀνάγκη τοὺς Ἀργείους θεωροῦντας τὸ γινόμενον ἀσχάλλεινPlb.2.64.3, c. gen. abs.
μηδὲν ἄγαν ἄσχαλλε ταρασσομένων πολιητέωνno te aflijas demasiado porque los ciudadanos estén alborotados Thgn.219, c. dat. instrum.
γαμεῖ γάμον τοιοῦτον ᾧ ποτ' ἀσχαλεῖA.Pr.764,
ἀσχάλλων τῇ τραχύτητιX.Eq.10.6,
τοῖς ὑποκειμένοις ἀσχάλλοντεςPlb.11.29.1, cf. 32.11.8,
τῇ διατριβῇM.Ant.5.10.2,
ἀργοῦντι τῷ πολέμῳPlu.2.26c, c. ac. de rel.
θάνατον ἀσχάλλων πατρῷονE.Or.785, c. ἐπί y dat.
ἐπὶ τῷ διδόναι δίκην ἀσχάλλεινD.21.125,
ἐπὶ τοῖς γεγονόσιν ἐλαττώμασιPlb.16.28.8, c. πρός y ac.
ἀσχάλλων πρὸς τὴν οἰκουρίανLongus 3.8.1, c. gen. abs.
ἤσχαλλον οἱ Ἀθηναῖοι ὡς ἐκλυομένης τῆς ἀκροάσεωςPhilostr.VS 571
•abs.
ἀσχάλλοις δ' ἴσωςpero también podrías afligirte S.OT 937,
ἤδη ὁ Δαρεῖός τε ἤσχαλλεHdt.3.152, cf. 9.117, Call.Fr.110.76, D.C.44.9.3, Plu.2.77c, Hdn.63.1, Aristaenet.1.15.64, Cyr.Al.M.77.825C, Thdt.H.Rel.1.14.
• Etimología: Denom. de *ἄσχαλος compuesto de ἀ- priv. y la raíz de *segh- de ἔχω, q.u.