ἀσχολέω
I intr., gener. en v. med.-pas. estar ocupado, trabajar, no descansar
ἐπειδὰν ἀσχολουμένους λάβωcuando los pillo ocupados Alex.205,
ἀσχολούμεθα ... ἵνα σχολάζωμενtrabajamos para reposar Arist.EN 1177b4,
ἕκαστος ἡμῶν ἀσχολούμενος ἀποθνῄσκειcada uno de nosotros muere sin haber descansado Epicur.Sent.Vat.[6] 14,
ὥστε μηδὲν ... ἀσχολεῖσθαι τοὺς ἀμυνομένουςPlb.8.3.5, cf. Men.Fr.828, Plu.2.726a, Aesop.134,
οἱ ἀσχολούμενοιlos trabajadores, IFayoum 70.12 (I a.C.)
•estar ocupado en c. part.
λαλῶν ... καὶ διανεύων ἠσχολεῖθ'Alex.261.12,
σκηνὴν θεώμενος ἀσχολήσεταιM.Ant.12.2,
ἠσχολησάμην ... ἐπιδεικνύωνGal.7.657, c. ἐν y dat.
ἐν προφητείαις ἀσχοληθήσεταιLXX Si.39.1, c. πρός y ac.
ἀνισωτέον τούσδε πρὸς οὓς ἀσχολήσονταιAristid.Or.11.60, cf. 3.210, c. εἰς y ac.
ἵνα ... εἰς τοῦτο ἀσχολῶνταιGp.10.48.3, frec. c. περί y ac.
τῶν περὶ γεωργίην ἀσχοληθέντωνHp.Ep.17, cf. D.S.2.40,
περὶ τὴν προνομὴν ἠσχολεῖτοD.S.17.94,
περὶ τὴν θεραπείαν τῶν θεῶν ἀσχοληθείςLuc.Macr.8,
εἰ ἀσχολεῖς περὶ τοὺς γ[ά]μουςBGU 892.9 (II d.C.),
περὶ τὰς αἰτίας ... ἀσχολούμενονHero Def.138.3,
περὶ τὸ πίνειν ... ἠσχολημένοιD.C.71.10.2, cf. Aesop.252, Horap.1.11, Sch.Arat.1113, Sch.Theoc.3.42b, c. ac. int.
ἀσχολεῖσθαι ... ἀσχολίας ἀνωφελεῖςD.Chr.47.23
•tb. en v. act. ocuparse de sus asuntos op.
πολεμεῖνArist.Pol.1333a41, cf. 1338a4, Philem.184,
ὅπως ἀσχολῶν ἔσται (ὁ δῆμος)para que el pueblo pueda seguir ocupándose de sus asuntos Arist.Pol.1299b33,
ἀσχολῶν οὐ προσέσχονHierocl.Facet.5.
II tr.
1 en v. act., c. compl. de pers. tener ocupado, emplear
αὐτοὺς ἀσχολεῖ ἡ ὑπόθεσιςLuc.Zeux.7,
ὁπόσους μηδὲν τῶν ἀναγκαιοτέρων ἀσχολεῖLuc.Bis Acc.11,
προπύλαια ... ἀσχολοῦντα τοὺς θεατάςThem.Or.1.2c.
2 en v. med., c. compl. de abstr. desempeñar un cargo, ocuparse de
οἱ τὸ ἐγκύκλιον ἀσχολούμενοιPOxy.44.7, 23 (I d.C.), 185 (II d.C.),
ὁ ἀσχολούμενος τοὺς καταλογισμούςen Egipto director del registro de pertenecientes a los κάτοικοι POxy.47.3, 341, 344, 3556.3 (todos I d.C.).