< ἀσχημονέω
ἀσχημοποιός >
ἀσχημόνησις
,
-εως, ἡ
indecencia
ἡ ἀ. μου ἀντικρύς μου
Sm.
Ps
.43.16,
ἐκάλυψεν ἀ. τὸ πρόσωπόν μου
Sm.
Ps
.68.8.