< Ἀσφοδελώδεις
Ἀσφόδικος >
ἀσφοδελώδης
,
-ες
semejante al asfódelo
τὸ ... φύλλον (τοῦ ναρκίσσου) ἀσφοδελῶδες ἔχει
Thphr.
HP
6.6.9, cf. Sch.
Od
.11.539, 24.13.