< Ἀσφαλτῖτις
ἄσφαλτος >
ἀσφαλτόπισσα
,
-ης, ἡ
mezcla de asfalto y pez
κατέχρισεν αὐτὴν (Θῖβιν) ἀσφαλτοπίσσῃ
LXX
Ex
.2.3.