ἀσυστασία, -ας, ἡ


1 medic. agitación, trastorno ἀ. χρονικὴ κατά τινα τῶν τοῦ σφυγμοῦ διαφορῶν Archig. en Gal.8.626.

2 inconsistencia ἡ τῆς αἱρέσεως ὑπόθεσις ἀσυστασίᾳ μᾶλλον περιπίπτουσα καὶ οὐκ ἀληθείᾳ Epiph.Const.Haer.23.4.