< ἀσύρρηκτος
ἀσυσκίαστος >
ἀσυσκεύαστος
,
-ον
no preparado
,
no dispuesto
οὕτω κείμενα ἕκαστα ... οὐκ ἀσυσκεύαστά ἐστιν
X.
Oec
.8.13.