ἀσυνήθης, -ες
I
χῶροςEmp.B 118,
σιτίαHp.Vict.4.93,
φαντασίαChrysipp.Stoic.3.98,
ὁδοίD.H.3.21,
πᾶν ... τὸ παράσημονDemetr.Eloc.208, c. dat.
ἀσύνηθες αὐτοῖς (τοῖς ζῴοις) τὸ πίνεινArist.HA 606b26,
βίος ... ἀ. τοῖς ἄλλοις βασιλεῦσιD.S.29.32,
τόπους ... τοῖς ... πολεμίοις ἀσυνήθειςAen.Tact.16.19, c. inf.
ὅπερ οὐκ ἀσύνηθες ὀνομάζεινPhld.D.3.2.23
•subst. τὸ ἀ. Ath.189b, Plot.4.4.37,
τὰ ἀσυνήθη op. τὰ συνήθειαHp.Aph.2.50.
2 gram. inusual, raro
τὸ ἀσύνηθες τῆς ἀντωνυμίαςA.D.Synt.191.4,
τὰ εἰς ‘ειρ’ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν ἀσυνήθηHdn.Gr.1.49.
3 de pers. no familiarizado, desacostumbrado op.
συνήθηςHp.Aph.2.49, Arist.EN 1126b26, D.H.8.44
•c. gen. falto de experiencia en
γραμματικῆςPlb.10.47.7,
τῆς ἐδωδῆς ταύτηςMnesith.Ath.27.b5.
II adv. -ως sin costumbre, sin experiencia Plu.2.678a, Sch.Ar.Pl.555.