ἀσυνέργητος, -ον
1 no ayudado
πταρμόςAntyll. en Orib.10.30.8.
2 que no proporciona ayuda
ἀφιλία ... ἀσυνεργήτους ... ποιεῖ ... ἐξ ὧν οὔτε πρόσοδος ἀξιόλογοςPhld.Oec.67, Carneisc.14.5 p.71.
πταρμόςAntyll. en Orib.10.30.8.
ἀφιλία ... ἀσυνεργήτους ... ποιεῖ ... ἐξ ὧν οὔτε πρόσοδος ἀξιόλογοςPhld.Oec.67, Carneisc.14.5 p.71.