ἀσυνάλειπτος, -ον
gram.
1 que no se une por contracción o elisión, que no ha tenido sinalefa
πᾶν ὄνομα δισύλλαβον ἁπλοῦν ... ἀσυνάλειπτον βαρύνεταιHdn.Gr.1.59, 2.912.
2 adv. sin sinalefa Eust.19.39, Sch.Er.Il.3.150b.
πᾶν ὄνομα δισύλλαβον ἁπλοῦν ... ἀσυνάλειπτον βαρύνεταιHdn.Gr.1.59, 2.912.